φανοποιός

φανοποιός
ο
ο κατασκευαστής φανών, ο φαναρτζής, ο λευκοσιδηρουργός, ο τενεκετζής.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • φανοποιός — ο, Ν ο φαναρ(ι)τζής. [ΕΤΥΜΟΛ. < φανός (Ι) «πυρσός» + ποιός*. Η λ. μαρτυρείται στον Πρυτανικό Λόγο τού 1865] …   Dictionary of Greek

  • -ποιός — ΝΜΑ β συνθετικό επιθέτων και ουσιαστικών όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, με μεγάλη παραγωγική δύναμη, που συνδέεται με το ρ. ποιῶ. Η παραγωγική σχέση μεταξύ τού ρ. ποιῶ και τών συνθέτων σε ποιός δεν έχει προσδιοριστεί με βεβαιότητα. Το… …   Dictionary of Greek

  • φαναρ(ι)τζής — ο, Ν 1. κατασκευαστής ή επιδιορθωτής φανών, φανοποιός 2. αυτός που κατεργάζεται ή επιδιορθώνει διάφορα μεταλλικά είδη από λευκοσίδηρο, τενεκετζής 3. (ειδικά) τεχνίτης που επισκευάζει αμαξώματα αυτοκινήτων. [ΕΤΥΜΟΛ. < φανάρι + κατάλ. τζής*] …   Dictionary of Greek

  • φαναράς — ο, Ν [φανάρι] φανοποιός …   Dictionary of Greek

  • φανοποιείο — το, Ν εργαστήριο φανοποιού. [ΕΤΥΜΟΛ. < φανοποιός. Η λ. μαρτυρείται από το 1889 στην εφημερίδα Νέα ἐφημερίς] …   Dictionary of Greek

  • φαναρ(ι)τζής — ο πληθ. ήδες 1. ο φανοποιός, ο λευκοσιδηρουργός, ο τενεκετζής. 2. μτφ., αυτός που κρατάει φανάρι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”